- θρομβολυτικός
- -ή, -ό(για φάρμακα) αυτός που συντελεί στη διάλυση θρόμβων τού αίματος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thrombolytic < thrombo- (πρβλ. θρόμβος) + -lytic (πρβλ. -λυτικός < λύτης < λύω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.